γυαλίζω

γυαλίζω
[ гьялизо] р. придавть блеск, полировать,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γυαλίζω" в других словарях:

  • γυαλίζω — γυαλίζω, γυάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυαλίζω — και γιαλίζω 1. κάνω κάτι στιλπνό σαν γυαλί 2. στιλβώνω 3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα 4. είμαι στιλπνός, λάμπω 5. διατηρώ την ομορφιά μου 6. (για καρπούς) ωριμάζω 7. φρ. α) «γυαλίζουν τα μάτια του» είναι τρελός ή μεθυσμένος ή ετοιμοθάνατος β)… …   Dictionary of Greek

  • γυαλίζω — γυάλισα, γυαλίστηκα, γυαλισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι λείο, λουστράρω, βερνικώνω: Γυάλισα το πάτωμα. 2. αμτβ., λάμπω, ακτινοβολώ: Γυαλίζουν τα μάτια της μόλις βλέπει κοσμήματα. 3. μτφ., δελεάζω κάποιον με χρήματα: Αν του γυαλίσεις κάτι, θα σου πει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυαλουρίζω — και γαλιουρίζω 1. γυαλίζω 2. γουρλώνω τα μάτια για να προκαλέσω τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού γυαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • λουστράρω — κάνω κάτι στιλπνό επαλείφοντας το με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrare «γυαλίζω, στιλβώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υπολεαίνω — Μ λειαίνω, γυαλίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λεαίνω «κάνω λείο, γυαλίζω, στιλβώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αγυάλιστος — και ιγος, η, ο [γυαλίζω] 1. αυτός που δεν γυαλίστηκε, αστίλβωτος, αλουστράριστος 2. άβαφτος …   Dictionary of Greek

  • ακρογυαλίζω — λάμπω, λαμπυρίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + γυαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • αναξέω — (Α ἀναξέω) νεοελλ. 1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα 2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα αρχ. κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ξέω «ξύνω,… …   Dictionary of Greek

  • αποξέω — (AM ἀποξέω) [ξέω] αφαιρώ με απόξεση μσν. καθιστώ στιλπνό, γυαλίζω αρχ. αφαιρώ τελείως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»